πρόβαιος

πρόβαιος
-ον, Μ
βλ. πρόβειος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρόβειος — α, ο / πρόβειος, εία, ον, ΝΜΑ, και πρόβιος, α, ο, Ν, πρόβαιος, ον, Μ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο, ο προβατήσιος 2. αυτός που προέρχεται από το πρόβατο («πρόβειο γιαούρτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πρόβ ειος / πρόβ ιος έχει σχηματιστεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”